- σχοινάνθη
- σχοινάνθ-η, ἡ,A flower of σχοῖνος, Hippiatr.129.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχοινάνθη — ἡ, ΜΑ το άνθος τού σχοίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ἄνθη «άνθηση» (< ἄνθος), πρβλ. ἀμπελ άνθη] … Dictionary of Greek
σχοινάνθην — σχοινάνθη flower of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινάνθης — σχοινάνθη flower of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοίνανθος — ὁ, Μ η σχοινάνθη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλ. τ. τού σχοινάνθη] … Dictionary of Greek
σχοινάνθιον — τὸ, Α [σχοινάνθη] υποκορ. τού σχοινάνθη* … Dictionary of Greek
σχοινανθάτον — τὸ, Α οίνος αρωματισμένος με σχοινάνθη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινάνθη + κατάλ. ᾶτον (πρβλ. σελιν ᾶτον)] … Dictionary of Greek